- αμυλώδης
- -ες, αυτός που περιέχει άμυλο, ο αμυλούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο + -ώδης. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο ελληνογαλλικό λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζαντίου το 1856].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
σάγο — το, και σάγος, ο, Ν αμυλώδης εδώδιμη ουσία που εξάγεται από την εντεριώνη τού κορμού διαφόρων ειδών φοινίκων, ιδίως τού γένους μητρόξυλο, και η οποία αποτελεί εύπεπτη τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sago < μαλαισιακό sagu] … Dictionary of Greek